Ἀρίσταρχος

Ἀρίσταρχος
Ἀρίσταρχος , ου, ὁ (common name: SIG and OGI, index; Preisigke, Namenbuch) Aristarchus of Thessalonica, Ac 20:4, cp. 19:29, accompanied Paul on his collection-journey and when he left for Rome 27:2; Phlm 24, named as Paul’s συνεργός; Col 4:10 as his συναιχμάλωτος.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀρίσταρχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίσταρχος — rule in the best way masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρίσταρχος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τραγικός ποιητής από την Τεγέα (τέλη 6ου – τέλη 5ου αι. π.Χ.). Ήταν σύγχρονος αλλά μεγαλύτερος στην ηλικία από τον Ευριπίδη. Κατά τη Σούδα πήρε μέρος σε δραματικούς αγώνες για πρώτη φορά το 454 π.Χ., έγραψε 70… …   Dictionary of Greek

  • Ἀριστάρχω — Ἀρίσταρχος masc nom/voc/acc dual Ἀρίσταρχος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστάρχω — ἀρίσταρχος rule in the best way masc nom/voc/acc dual ἀρίσταρχος rule in the best way masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστάρχοιν — Ἀρίσταρχος masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστάρχοιν — ἀρίσταρχος rule in the best way masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστάρχοις — Ἀρίσταρχος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστάρχοις — ἀρίσταρχος rule in the best way masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστάρχου — Ἀρίσταρχος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστάρχου — ἀρίσταρχος rule in the best way masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”